εύστικτος

εύστικτος
εὔστικτος, -ον (ΑΜ)
μσν.
καθαρά, με σαφήνεια σημαδεμένος («τῶν χρόνων εὔστικτα σημεῑα»)
αρχ.
με ποικιλία χρωμάτων («εὐστίκτῃσι περὶ χροιῇσι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στικτος (< στίζω «σημαδεύω»), πρβλ. κατά-στικτος, λευκό-στικτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”